- εβδομαδικός
- ἑβδομαδικός, -ή, -όν (AM) (Μ και ἑβδοματικός, -ή, -όν)1. έβδομος2. αυτός που τελείται κάθε επτά χρόνια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑβδομαδικός — weekly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδομαδικά — ἑβδομαδικός weekly neut nom/voc/acc pl ἑβδομαδικά̱ , ἑβδομαδικός weekly fem nom/voc/acc dual ἑβδομαδικά̱ , ἑβδομαδικός weekly fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδομαδικῶν — ἑβδομαδικός weekly fem gen pl ἑβδομαδικός weekly masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδομαδικόν — ἑβδομαδικός weekly masc acc sg ἑβδομαδικός weekly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδομαδικαῖς — ἑβδομαδικός weekly fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδομαδικαί — ἑβδομαδικός weekly fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδομαδικοῖς — ἑβδομαδικός weekly masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδομαδικοί — ἑβδομαδικός weekly masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδομαδικοῦ — ἑβδομαδικός weekly masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδομαδικούς — ἑβδομαδικός weekly masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)